Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

Νέα Υόρκη η

См. также в других словарях:

  • Νέα Υόρκη — (New York). Πολιτεία (127.190 τ. χλμ., 19.011.378 κάτ. το 2001) των ΗΠΑ, στο διαμέρισμα του Μέσου Ατλαντικού. Είναι η πολυπληθέστερη αμερικανική μεγαλούπολη, καθώς επίσης και οικονομικό, ασφαλιστικό, βιομηχανικό, εμπορικό, τουριστικό, πολιτιστικό …   Dictionary of Greek

  • Νέα Ορλεάνη — (New Orleans). Πόλη (484.674 κάτ. το 2000) των ΗΠΑ, στο νότιο τμήμα της χώρας. Η Ν.Ο. είναι χτισμένη στο νοτιοανατολικό τμήμα της Λουιζιάνας, μεταξύ της πεδινής και ελώδους αριστερής όχθης του Μισισιπή, στην καρδιά του δέλτα του (περίπου 160 χλμ …   Dictionary of Greek

  • Νέα Ελλάς — Τίτλος ελληνικών εφημερίδων και περιοδικών. 1. Πολιτική, φιλολογική και δικαστική εφημερίδα (1848 59) με έδρα την Αθήνα. 2. Εβδομαδιαία αθηναϊκή εφημερίδα (1874 75). 3. Δισεβδομαδιαία και έπειτα ημερήσια αθηναϊκή εφημερίδα (1879 81). 4.… …   Dictionary of Greek

  • Κάλλας, Μαρία — (Νέα Υόρκη 1923 – Παρίσι 1977). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο της υψιφώνου Mαρίας Kαλογεροπούλου. Σπούδασε στο Ωδείο Aθηνών και στη συνέχεια στη Nέα Yόρκη. Tο 1942, στην πρώτη της εμφάνιση στην Eθνική Λυρική Σκηνή με την Kαβαλερία Pουστικάνα, κατέκτησε… …   Dictionary of Greek

  • Μπίμον, Μπομπ — (Νέα Υόρκη 1946 –). Αμερικανός αθλητής του στίβου και Ολυμπιονίκης. Ο Μ. δεν έμεινε στην ιστορία τόσο λόγω του χρυσού μεταλλίου που κατέκτησε στους Ολυμπιακούς αγώνες το 1968, όσο για την επίδοση που συνόδευσε αυτό το μετάλλιο: στις 18 Οκτωβρίου… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

  • κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι …   Dictionary of Greek

  • ντανταϊσμός ή νταντά — Πρωτοποριακό λογοτεχνικό και καλλιτεχνικό κίνημα που εμφανίστηκε ως ανταρσία εναντίον των πολιτιστικών και κοινωνικών συμβατικοτήτων και –λιγότερο ή περισσότερο κατηγορηματικά– εναντίον του πολέμου. Ο γαλλικός όρος dada παρμένος από την παιδική… …   Dictionary of Greek

  • Σαν, Μπεν — (Shahn). Αμερικανός ζωγράφος ρωσικής καταγωγής (Κόβνο 1898 Νέα Υόρκη 1969). Άρχισε να γίνεται γνωστός μετά το 1930 με έργα που είχαν καθαρά κοινωνική θέση και ήταν εμπνευσμένα από τη δίκη των Σάκο και Βαντσέτι (Σάκο και Βαντσέτι, 1932, Μουσείο… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»